Στόχοι της ερευνητικής εφαρμογής

Από αυτές τις ολοένα και αυξανόμενες πληροφορίες προκύπτουν στοιχεία άλλοτε για εργαστήρια παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής, αναδεικνύοντας τοπικές παραγωγές σε πολλές θέσεις της Μεσογείου, άλλοτε για τη διάδοση σε συγκεκριμένες θέσεις κατηγοριών κεραμικής για τις οποίες είτε το ή τα κέντρα παραγωγής είναι γνωστά, είτε η προέλευσή τους συσχετίζεται με μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Ο όγκος του δημοσιευμένου υλικού οδηγεί τόσο τον ειδικό όσο και τον μη επιστήμονα στη δυσκολία συγκέντρωσης και διαχείρισής του. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες, όπου παρουσιάζεται πρωτογενές υλικό, αλλά λίγες προσπάθειες συγκεντρωτικής παρουσίασης της κεραμικής μίας συγκεκριμένης περιόδου της βυζαντινής εποχής ή μίας συγκεκριμένης περιοχής, με παράλληλη χρήση όλων των διαθέσιμων δημοσιευμένων πληροφοριών, σαφή απεικόνιση της εμβέλειας διάχυσής του και ανάδειξη του σχετικού, συγκριτικού υλικού. Τέτοιες προσπάθειες, όμως, θα μπορούσαν να ευνοήσουν περισσότερο συνθετικές προσεγγίσεις.

Η συγκέντρωση του εν λόγω υλικού μέσα από τη συστηματική αποδελτίωση των δημοσιεύσεων θέτει στη διάθεση της ερευνητικής κοινότητας ένα χρήσιμο εργαλείο. Από αυτό μπορούν να αντληθούν εύκολα και άμεσα στοιχεία είτε για κατηγορίες κεραμικής και το εύρος κυκλοφορίας τους, είτε για συγκεκριμένες γεωγραφικές θέσεις και τα χαρακτηριστικά της κεραμικής που απαντά σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο ευνοούνται: α) η προσπάθεια ανασύστασης επικοινωνιών μεταξύ των ποικίλων περιοχών, β) η διερεύνηση της μεταβολής των εμπορικών δικτύων με την πάροδο των αιώνων και με την αλλαγή των πολιτικών και ιστορικών συνθηκών, γ) η ανάδειξη των γνωρισμάτων της κεραμικής που εντοπίζεται σε κάθε θέση. Φυσικά, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, καθώς το υλικό είναι πολυάριθμο και τίθενται πολλαπλά ζητήματα στη διαχείριση και αποτύπωση των πληροφοριών που υπάρχουν, καθώς ο βαθμός παράθεσης, ανάλυσης και σχολιασμού της πληροφορίας διαφέρει από δημοσίευση σε δημοσίευση και συχνά απουσιάζει η πολυεπίπεδη ανάγνωση του υλικού.

Μέσα στο πλαίσιο που σύντομα σκιαγραφήθηκε, δημιουργήθηκε ένα πιλοτικό δείγμα, το οποίο είναι διαθέσιμο με ανοικτή πρόσβαση στον κάθε ενδιαφερόμενο μέσω διαδικτύου, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να αντλεί άμεσα και εύκολα τα σχετικά δεδομένα μαζί με την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Το θέμα διερευνήθηκε αρχικά ως υποέργο 2.7 του έργου: «Κύρτου πλέγματα: Δίκτυα οικονομίας, εξουσίας και γνώσης στον ελληνικό χώρο από τους προϊστορικούς χρόνους έως τη σύγχρονη εποχή: Αναλυτική τεκμηρίωση – ερμηνευτική χαρτογράφηση – συνθετικές προσεγγίσεις» και στοχεύει με αφορμή δύο συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης, το γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου και της Κρήτης, να συγκεντρώσει το σχετικό δημοσιευμένο υλικό εισηγμένης στις δύο περιοχές κεραμικής1, απεικονίζοντας τα δεδομένα με χρήση χαρτών. Η αναβαθμισμένη εκδοχή του που παρουσιάζεται εδώ περιλαμβάνει επικαιροποιημένες βιβλιογραφικές αναφορές με επανέλεγχο των υφιστάμενων εγγραφών και εμπλουτισμό των δεδομένων. Παράλληλα, και κυρίως, προσφέρει στον χρήστη τη δυνατότητα οι ψηφιακοί χάρτες που έχουν δημιουργηθεί να μπορούν να εικονίζουν ανά θέση και τις εκάστοτε κατηγορίες εισηγμένης κεραμικής που έχουν βρεθεί σε αυτήν, δηλαδή να μπορεί να γίνεται αναζήτηση και με την επιμέρους κατηγορία κεραμικής (π.χ. αμφορέας υστερορωμαϊκού τύπου 1), και όχι μόνον να εικονίζονται γενικά οι αμφορείς από μία θέση, όπως γίνεται στην προγενέστερη εφαρμογή. Με τους παραπάνω τρόπους μπορεί ο χρήστης να εντοπίσει άμεσα τη διασπορά συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής σε επιμέρους θέσεις των δύο αυτών γεωγραφικών περιοχών αλλά και να επιχειρήσει συγκρίσεις.

Το έργο στοχεύει στην ανάδειξη: α) σε πρώτο επίπεδο, των ποικίλων κατηγοριών κεραμικής που απαντούν σε συγκεκριμένες περιοχές της, β) σε δεύτερο επίπεδο, των επαφών των τελευταίων με θέσεις της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου ή ακόμα και με θέσεις εντός Πελοποννήσου ή Κρήτης και της μεταβολής αυτών στο πέρασμα των αιώνων. Τέλος, η προσπάθεια προσφέρει την ευκαιρία να εξεταστούν, παράλληλα, οι δυνατότητες και τα όρια μίας τέτοιας προσέγγισης. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη προσπάθεια δίνεται εξίσου βαρύτητα και στους δύο βασικούς άξονες: τον ειδολογικό, δηλαδή το αντικείμενο της κεραμικής, και τον γεωγραφικό, δηλαδή τον χώρο, και αποτυπώνονται οι διακυμάνσεις και οι αλλαγές που σημειώνονται από τον 4ο και μέχρι και τον 15ο/16ο αι., χωρίς να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον σε μία μόνο περίοδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται έμφαση στο χώρο, όπου διαδραματίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, και αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα μίας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής και των επιμέρους θέσεών της. Ως προς αυτό, το συγκεκριμένο έργο διαφοροποιείται αισθητά από άλλες, αναλογικές προσπάθειες2 που είναι επίσης προσανατολισμένες στη διερεύνηση της διάδοσης των κατηγοριών της βυζαντινής κεραμικής σε περιοχές του μεσογειακού χώρου, καθώς στις τελευταίες το τοπικό κριτήριο υποτάσσεται στο ειδολογικό: το ενδιαφέρον της ανάδειξης στο χάρτη της διάχυσης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας κεραμικής.

1 Στην καταχώρηση των σχετικών, πολυάριθμων, στοιχείων σημαντική ήταν η συμβολή των εξωτερικών επιστημονικών συνεργατών του Ι.Ι.Ε. (βλ. συντελεστές). Ευχαριστώ όλες και όλους θερμά για τη συμβολή τους.

2 Βλ. σχετικά: D. Talbot Rice, Byzantine Glazed Pottery, London 1930, 80-81 και συνοδευτικός χάρτης. Συγκεντρωτικά, βλ. σχετικές αναφορές στα:  Α. Γ. Γιαγκάκη, «Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία και στη μελέτη της κεραμικής του 11ου-12ου αι., προοπτικές της έρευνας και επιβοηθητικά εργαλεία: Η συμβολή της χαρτογράφησης και της ανάλυσης δικτύων», Βυζαντινά Σύμμεικτα 25 (2015), 155-209· A. G. Yangaki, «Pottery of the Byzantine period, trade networks, mapping, network analysis: A case study», Journal of Archaeological Science. Reports 21 (2018), 1104-1106.